κριθιῶ

κριθιῶ
κρῑθιῶ , κριθίζω
feed with barley
fut ind act 1st sg (attic epic doric)
κρῑθιῶ , κριθιάω
suffer from
pres imperat mp 2nd sg
κρῑθιῶ , κριθιάω
suffer from
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
κρῑθιῶ , κριθιάω
suffer from
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
κρῑθιῶ , κριθιάω
suffer from
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κριθιώ — κριθιῶ, άω (Α) 1. (για ίππο) πάσχω από κριθίαση* 2. τρώγω πολύ κριθάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή + κατάλ. ιῶ / άω δηλωτική ρημάτων ασθένειας (πρβλ. ιλιγγ ιώ, σελην ιώ)] …   Dictionary of Greek

  • κριθίῳ — κριθίον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κριθή — ή (AM κριθή, ή, Α επικ. τ. και κρῑ, τὸ) 1. φυτό δημητριακό, εδώδιμο, βιομηχανικό και κτηνοτροφικό, που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια τών αγρωστωδών, το κριθάρι 2. ο καρπός τού φυτού αυτού («οἴνω δ ἐκ κριθέων πεποιημένῳ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”